μισόπολις

μισόπολις
μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόλις (πρβλ. φιλό-πολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισόπολις — μῑσόπολις , μισόπολις hating the commonwealth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισοπολίτης — μισοπολίτης, ὁ (Α) [μισόπολις] αυτός που μισεί τους πολίτες, την κοινωνία …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μισόπολιν — μῑσόπολιν , μισόπολις hating the commonwealth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”